Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καὶ σύμμαχος

См. также в других словарях:

  • σύμμαχος — Συγγραφέας των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Καταγόταν από τη Σαμάρεια. Μετάφρασε στα ελληνικά την Παλαιά Διαθήκη και διαμόρφωσε δικό του θρησκευτικό σύστημα από ιουδαϊκά, εθνικά και χριστιανικά στοιχεία. Ο Σ. επιδιδόταν και στις μαγικές τέχνες. *… …   Dictionary of Greek

  • Σύμμαχος, Κόιντος Αυρήλιος — (Symmachus). Ρωμαίος αριστοκρατικής καταγωγής (345 405 μ.Χ.). Διετέλεσε νομάρχης της Ρώμης το 384. Ήταν ρήτορας, που ο Μικρόβιος μνημονεύει την ευγλωττία του. Ο γιος του συγκέντρωσε τις επιστολές του σε δέκα βιβλία. Τα πρώτα εννιά αποτελούνται… …   Dictionary of Greek

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek

  • Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… …   Dictionary of Greek

  • Γουλιέλμος — I Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος δουκών της Ακουιτανίας, Γκιγιόμ (Guillaume). 1. Γ. Α’ ο Ευσεβής (; – 918). Δούκας της Aκουιτανίας (898 ή 909 918) και κόμης της Τουλούζ (885 918), γιος του Βερνάρδου κόμη της Ωβέρνης. Το 910 ίδρυσε το μοναστήρι …   Dictionary of Greek

  • Σφόρτσα — (Sforza). Ονομαστή ιταλική οικογένεια, πολλά μέλη της οποίας διετέλεσαν δούκες του Μιλάνου. 1. Μούτσιο ή Τζιάκομο Ατέντολο. Μισθοφόρος (1369 1424). Διακρίθηκε στη διάρκεια της άμυνας της Περούτζια, εναντίον του δούκα του Μιλάνου Ιωάννη Γκαλεάτσο… …   Dictionary of Greek

  • Σαρπηδών — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Κατά τον Όμηρο, γιος του Δία και της Λαοδάμειας και εγγονός του Βελλερεφόντη. Όπως και ο ξάδελφος του Γλαύκος, ήταν κι αυτός πρίγκιπας των Λυκίων και σύμμαχος του Πρίαμου. Μαζί με το Γλαύκο, ήταν ο… …   Dictionary of Greek

  • Μέρλιν — Πρόσωπο της κελτικής μυθολογίας. Το όνομά του έχει ουαλική προέλευση και εμφανίστηκε για πρώτη φορά κατά το πρώτο μισό του 12ου αι. στα έργα του Γοδεφρείδου του Movμάουθ. Ήταν μάγος και προφήτης, ενώ ο βίος του ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με… …   Dictionary of Greek

  • Κρηνίδες — I Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Μικρή πόλη της Μακεδονίας, κοντά στα σύνορα με τη Θράκη, ΒΑ του Παγγαίου. Ονομάστηκε έτσι εξαιτίας των πολλών πηγών που υπήρχαν στην περιοχή. Ιδρύθηκε στην ανατολική όχθη ενός έλους, κοντά στη θάλασσα, από… …   Dictionary of Greek

  • Τζάθης — Ηγεμόνας της Λαζικής, που ανέβηκε στον θρόνο το 556. Ήταν νεότερος γιος του ηγεμόνα της Λαζικής Ζαμνάζη και μετά τον θάνατό του, όταν στον θρόνο της Λαζικής βρισκόταν ο μεγαλύτερος γιος του Γουβάζης, ο Τ. πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε… …   Dictionary of Greek

  • ακταίος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύμφωνα με τον Φερεκύδη, ήταν πατέρας του Τελαμώνα και φίλος του Πηλέα. 2. Σύμφωνα με τον Παυσανία, ήταν ο πρώτος βασιλιάς της Αττικής. Η κόρη του Άγραυλος παντρεύτηκε τον Κέκροπα, τον οποίο διαδέχτηκε στον θρόνο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»